- κατακιτρινίζω
- [κατακίτρινος]1. γίνομαι εντελώς κίτρινος, κιτρινίζω πάρα πολύ2. καταχλωμιάζω, γίνομαι κάτωχρος3. χρωματίζω κάτι εντελώς κίτρινο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακιτρινίζω — κατακιτρίνισα, κατακιτρινισμένος 1. γίνομαι πολύ κίτρινος, καταχλομιάζω: Από το φόβο του κατακιτρίνισε. 2. χρωματίζω κάτι πολύ κίτρινο: Το κατακιτρίνισες το πουκάμισο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)